ξυλουργούς

ξυλουργούς
ξυλουργός
carpenter
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχιτεχνίτης — ο 1. ο επικεφαλής ομάδας τεχνιτών, ο πρωτομάστορας 2. «αρχιτεχνίτης υλικού πολέμου» ειδικότητα του Στρατού Ξηράς (επικεφαλής σε πυροτεχνουργούς, ξυλουργούς κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • κατευθυντήριος — α, ο (Α κατευθυντήριος, ία, ον) [κατευθυντήρ] νεοελλ. αυτός που κατευθύνει ή είναι κατάλληλος ή χρησιμεύει στο να καθορίζει την κατεύθυνση («η κυβέρνηση χάραξε τις κατευθυντήριες γραμμές τής οικονομικής πολιτικής») αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • ονυχωτή — η εργαλείο με διατομή κοπής σχήματος νυχιού το οποίο χρησιμοποιείται από τους ξυλουργούς για τη διάνοιξη αυλακώσεων στο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αμάρτυρου επιθ. *ονυχωτός (< ονυχώ)] …   Dictionary of Greek

  • οξύκεστρο(ν) — το είδος χαλύβδινου κοπιδιού ή γλυφίδας που χρησιμοποιείται από ξυλουργούς, λεπτουργούς, σιδηρουργούς και τορνευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέστρο(ν) «γλυπτικό εργαλείο»] …   Dictionary of Greek

  • προσαγωγείο — το / προσαγωγεῑον, ΝΑ [προσαγωγός] τεχνολ. ξύλινος σφιγκτήρας χρησιμοποιούμενος από τους ξυλουργούς …   Dictionary of Greek

  • σκεπάρνι — το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ [σκέπαρνος] κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τέκτονες, οικοδόμους, ξυλουργούς: Τεκτονικά εργαλεία. 2. αυτός που αναφέρεται στον κλάδο της γεωλογίας «τεκτονική» (βλ. λ.): Τεκτονικός σεισμός. 3. αυτός που αναφέρεται στον τεκτονισμό, στους μασόνους, ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”